αδέκαρος

αδέκαρος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει δεκάρα, που τού λείπουν εντελώς τα χρήματα, ο πάμφτωχος (πρβλ. απένταρος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + δεκάρα.
ΠΑΡ. αδεκαρία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδέκαρος — η, ο αυτός που δεν έχει καθόλου χρήματα: Στο τέλος είχε μείνει αδέκαρος· ουσ. αδεκαρία, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -αρία — παραγωγική κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, η οποία αποσπάστηκε από αφηρημένα ουσιαστικά σε ία, παράγωγα ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων σε αρος πρβλ. αδέκαρος αδεκαρία, απένταρος απενταρία, φαντάρος φανταρία. Στη συνέχεια η κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • άψιλο — η, ο ο απένταρος, ο αδέκαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ψιλά «κέρματα μικρής αξίας» (πληθ. ουδ. του επίθ. ψιλός), σε αντίθεση προς τα χοντρά «νομίσματα μεγάλης αξίας»] …   Dictionary of Greek

  • αδεκαρία — η [αδέκαρος] απόλυτη έλλειψη χρημάτων, αψιλία, απενταρία, φτώχεια …   Dictionary of Greek

  • αχάλκεος — ἀχάλκεος, ον (Α) [χάλκεος] ο χωρίς χάλκινα νομίσματα, αδέκαρος, άφραγκος …   Dictionary of Greek

  • αχαλκώ — ἀχαλκῶ ( έω) (Α) [χαλκός] δεν έχω χρήματα, είμαι αδέκαρος …   Dictionary of Greek

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • μπατίρης — ο, θηλ. ισσα χρεωκοπημένος, οικονομικά κατεστραμμένος, αδέκαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού μπατίρω*] …   Dictionary of Greek

  • μπατίρω — και μπατιρίζω 1. χρεωκοπώ, καταστρέφομαι οικονομικά, μένω αδέκαρος 2. καταστρέφω κάποιον οικονομικά 3. μτφ. παθαίνω σωματική κατάρρευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. batirmak] …   Dictionary of Greek

  • πανί — και παννί, το 1. λεπτό ύφασμα από λινάρι ή βαμβάκι 2. μικρό τεμάχιο οποιουδήποτε υφάσματος 3. ιστίο πλοίου 4. στον πληθ. τα πανιά α) ειδικά τεμάχια από μαλακό ύφασμα με τα οποία συνήθιζαν να περιτυλίγουν τα μωρά, αλλ. πάνες ή σπάργανα β) το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”